- δριμύτητας
- δρῑμύτητας , δριμύτηςacridnessfem acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγγενώ — ἐγγενῶ ( άω) (Α) γεννώ, προξενώ («τῷ σώματι τὴν ἀσιτίαν ἐγγενᾱν δριμύτητας καὶ πικρότητας» η ασιτία προξενεί αισθήματα δριμύτητας και πικρότητας στον οργανισμό) … Dictionary of Greek
πεπασμός — ὁ, Α [πεπαίνω] 1. πέπανσις* 2. ιατρ. α) (για το φλέγμα ή για τα ούρα) μείωση τής δριμύτητας, μαλάκωμα β) εμπύηση … Dictionary of Greek
υποχώρηση — η / ὑποχώρησις, ήσεως, ΝΜΑ [ὑποχωρῶ] οπισθοδρόμηση, οπισθοχώρηση (α. «έκανε να δρασκελίσει τον φράχτη, αλλά υποχώρησε και σε λίγο έφυγε» β. «πελαγίαν ποιεῑσθαι τὴν ὑποχώρησιν», Πολ.) νεοελλ. 1. παραίτηση από αξιώσεις, συγκατάβαση, συμβιβασμός… … Dictionary of Greek
Κορέα, Βόρεια — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 120.540 τ. χλμ. Πληθυσμός: 22.224.195 (2002) Πρωτεύουσα: Πιονγκγιάνγκ (2.741.260 κάτ. το 1993)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το βόρειο τμήμα της κορεατικής χερσονήσου.… … Dictionary of Greek
Κορέα, Νότια — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κορέας Έκταση: 98.480 τ. χλμ. Πληθυσμός: 48.324.000 (2002) Πρωτεύουσα: Σεούλ (9.853.972 κάτ. το 2000)Κράτος της ανατολικής Ασίας, το οποίο καταλαμβάνει το νότιο τμήμα της Κορεατικής χερσονήσου. Συνορεύει με τη… … Dictionary of Greek